- αποστειρωτικός
- η , ό[ν] стерилизующий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποστειρωτικός — ή, ό ο σχετικός με την αποστείρωση … Dictionary of Greek
αποστειρωτικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που συντελεί στην αποστείρωση: Υπάρχουν αποστειρωτικές συσκευές που δεν κοστίζουν πολλά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)